„Zoff“: Maskulinum, männlich ZoffMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s> umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκνευριστική πρόκληση εκνευριστική πρόκλησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Zoff Zoff examples mach keinen Zoff μην με προκαλείς mach keinen Zoff