„zeugungsunfähig“: Adjektiv zeugungsunfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανίκανος να τεκνοποιήσει ανίκανος να τεκνοποιήσει zeugungsunfähig zeugungsunfähig