„unfruchtbar“: Adjektiv unfruchtbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άγονος, άφορος, στείρος, άκαρπος άγονος, άφορος unfruchtbar Boden unfruchtbar Boden στείρος unfruchtbar Person unfruchtbar Person άκαρπος unfruchtbar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig unfruchtbar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig