„Zahlkarte“: Femininum, weiblich ZahlkarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έντυπο εμβάσματος πληρωμής έντυποNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εμβάσματος πληρωμής Zahlkarte Zahlkarte