έντυπο
[ˈendipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Formularουδέτερο | Neutrum, sächlich nέντυπο για συμπλήρωσηέντυπο για συμπλήρωση
- Drucksacheθηλυκό | Femininum, weiblich fέντυπο ταχυδρομικόέντυπο ταχυδρομικό
- Prospektαρσενικό | Maskulinum, männlich mέντυπο διαφημιστικόέντυπο διαφημιστικό
examples
- έντυπα μέσαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPrintmedienπληθυντικός | Plural pl
- έντυπο αίτησηςAntragsformularουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έντυπο εμβάσματοςÜberweisungsformularουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples