„vorstoßen“: intransitives Verb vorstoßenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προχωρώ, προελαύνω, διεισδύω προχωρώ vorstoßen vordringen vorstoßen vordringen προελαύνω, διεισδύω vorstoßen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL vorstoßen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL