διεισδύω
[ðiizˈðio]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eindringen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διεισδύω εισχωρώdurchdringenδιεισδύω εισχωρώδιεισδύω εισχωρώ
- vordringenδιεισδύω ξεπερνώντας εμπόδιαδιεισδύω ξεπερνώντας εμπόδια
- infiltrierenδιεισδύω εχθρικό στρατόπεδοδιεισδύω εχθρικό στρατόπεδο