„verunsichern“: transitives Verb verunsicherntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βάζω σε αμφιβολίες αβεβαιότητα βάζω σε αμφιβολίεςoder | ή od αβεβαιότητα verunsichern verunsichern