Vermehrung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αύξησηFemininum, weiblich | θηλυκό fVermehrungVermehrung
- αναπαραγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fVermehrung Biologie | βιολογίαBIOLπολλαπλασιασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mVermehrung Biologie | βιολογίαBIOLVermehrung Biologie | βιολογίαBIOL