„verkehrsuntüchtig“: Adjektiv verkehrsuntüchtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ακατάλληλος για οδική κίνηση ακατάλληλος για οδική κίνηση verkehrsuntüchtig verkehrsuntüchtig