„verbunden“: Adjektiv verbundenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνδεδεμένος, υποχρεωμένος συνδεδεμένος verbunden verbunden υποχρεωμένος verbunden dankbar verbunden dankbar examples falsch verbunden! Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL κάνατε λάθος (στο νούμερο)! falsch verbunden! Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL