„verbraucht“: Adjektiv verbrauchtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φθαρμένος, χρησιμοποιημένος φθαρμένος, χρησιμοποιημένος verbraucht verbraucht