„unrichtig“: Adjektiv unrichtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εσφαλμένος, λανθασμένος, ανακριβής εσφαλμένος, λανθασμένος, ανακριβής unrichtig unrichtig