„ungekühlt“: Adjektiv ungekühltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διατηρείται εκτός ψυγείου examples ungekühlt haltbar Lebensmittel διατηρείται εκτός ψυγείου ungekühlt haltbar Lebensmittel