„unbestritten“: Adjektiv unbestrittenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος unbestritten unbestritten