αδιαφιλονίκητος
[aðjafiloˈnikjitos], αδιαφιλονίκητη, αδιαφιλονίκητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbestreitbar, unangefochten, unumstrittenαδιαφιλονίκητοςαδιαφιλονίκητος