„Umsatzplus“: Neutrum, sächlich UmsatzplusNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αύξηση κύκλου εργασιών αύξησηFemininum, weiblich | θηλυκό f κύκλου εργασιών Umsatzplus Umsatzplus