Überrest
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- απομεινάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο nÜberrestÜberrest
- αποφάγιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplÜberrest EssenÜberrest Essen