Rest
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υπόλοιποNeutrum, sächlich | ουδέτερο nRestRest
- υπόλειμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nRest ÜberbleibselRest Überbleibsel
- ρέσταNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplRest RückgeldRest Rückgeld
examples
- Reste von EssenπερίσσευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n
- ResteαπομεινάριαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl