„Tumult“: Maskulinum, männlich TumultMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φασαρία, θόρυβος, σάλος, έκτροπα φασαρίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Tumult θόρυβοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Tumult σάλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Tumult Tumult έκτροπαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Tumult Plural | πληθυντικόςpl Tumult Plural | πληθυντικόςpl