„trüb(e)“: Adjektiv trübAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θολός, θαμπός, συννεφιασμένος, μουντός, λυπημένος, θλιβερός θολός trüb(e) Wasser trüb(e) Wasser θαμπός trüb(e) Glas trüb(e) Glas συννεφιασμένος trüb(e) Himmel trüb(e) Himmel μουντός trüb(e) Himmel, Wetter trüb(e) Himmel, Wetter λυπημένος, θλιβερός trüb(e) Stimmung trüb(e) Stimmung