„traumhaft“: Adjektiv traumhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ονειρικός, ονειρώδης, ονειρεμένος, φανταστικός ονειρικός, ονειρώδης, ονειρεμένος, φανταστικός traumhaft traumhaft