Süchtige
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξαρτημένοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m εξαρτημένηFemininum, weiblich | θηλυκό fSüchtige(r)Süchtige(r)