εξαρτημένος
[eksartiˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εξαρτημένη, εξαρτημένοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
εξαρτημένος
[eksartiˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)