„sturmfrei“: Adjektiv sturmfreiAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω το σπίτι στη διάθεσή μου examples sturmfreie Bude haben έχω το σπίτι στη διάθεσή μου sturmfreie Bude haben