„Stockung“: Femininum, weiblich StockungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σταμάτημα, διακοπή σταμάτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stockung διακοπήFemininum, weiblich | θηλυκό f Stockung Stockung