„startbereit“: Adjektiv startbereitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έτοιμος για απογείωση έτοιμος για απογείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f startbereit Luftfahrt | αεροπορίαFLUG startbereit Luftfahrt | αεροπορίαFLUG