„starrköpfig“: Adjektiv starrköpfigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ξεροκέφαλος, πεισματάρης ξεροκέφαλος, πεισματάρης starrköpfig starrköpfig