„Stärkung“: Femininum, weiblich StärkungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δυνάμωμα, ενίσχυση, τόνωση δυνάμωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stärkung Stärkung ενίσχυσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Stärkung Stärkung τόνωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Stärkung Moral Stärkung Moral