„Spielverbot“: Neutrum, sächlich SpielverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω απαγόρευση παιχνιδιού examples Spielverbot haben Sport | αθλητισμόςSPORT έχω απαγόρευση παιχνιδιού Spielverbot haben Sport | αθλητισμόςSPORT