Spengler
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr, SpenglerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υδραυλικόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fSpenglerSpengler