υδραυλικός
[iðravliˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, υδραυλική, υδραυλικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hydraulischυδραυλικόςυδραυλικός
examples
- υδραυλικές εγκαταστάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplArmaturenπληθυντικός | Plural pl
- Wasserkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
υδραυλικός
[iðravliˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Installateurαρσενικό | Maskulinum, männlich mυδραυλικόςυδραυλικός