„skurril“: Adjektiv skurrilAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgeh Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παράξενος, αλλόκοτος παράξενος, αλλόκοτος skurril skurril