„αλλόκοτος“ αλλόκοτος [aˈlokotos], αλλόκοτη, αλλόκοτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) komisch, drollig komisch, drollig αλλόκοτος αλλόκοτος