„Skizze“: Femininum, weiblich SkizzeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκίτσο, σχέδιο σκίτσοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Skizze σχέδιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Skizze Skizze