„seekrank“: Adjektiv seekrankAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω ναυτία με πειράζει πιάνει η θάλασσα examples seekrank sein έχω ναυτία seekrank sein seekrank werden με πειράζειoder | ή od πιάνει η θάλασσα seekrank werden