„scrollen“: intransitives Verb | transitives Verb scrollenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i &transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτελώ κύλιση εκτελώ κύλιση scrollen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT scrollen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT