Schriftsatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- στοιχειοθεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό fSchriftsatzSchriftsatz
- υπόμνημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchriftsatz Rechtswesen | νομικός όροςJURδικόγραφοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchriftsatz Rechtswesen | νομικός όροςJURSchriftsatz Rechtswesen | νομικός όροςJUR