schmalzig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- λιπαρόςschmalzigschmalzig
- μερακλίδικος, παθιάρικοςschmalzig Melodieet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigschmalzig Melodieet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig