„gekünstelt“: Adjektiv gekünsteltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσποιητός, φτειαχτός προσποιητός, φτειαχτός gekünstelt gekünstelt