„Schliere“: Femininum, weiblich SchliereFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λωρίδα διαφορετικού χρώματος λωρίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f διαφορετικού χρώματος Schliere Schliere