„Rückgrat“: Neutrum, sächlich RückgratNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σπονδυλική στήλη σπονδυλική στήληFemininum, weiblich | θηλυκό f Rückgrat Rückgrat