Raubbau
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καταχρηστική εκμετάλλευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fRaubbauRaubbau
examples
- sie treibt Raubbau mit ihrer Gesundheitβάζει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία της