„Ration“: Femininum, weiblich RationFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μερίδα, σιτηρέσιο μερίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Ration Ration σιτηρέσιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ration Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Ration Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL