μερίδα
[meˈriða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teilαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/nμερίδα μέροςμερίδα μέρος
- Portionθηλυκό | Femininum, weiblich fμερίδα φαγητούμερίδα φαγητού
examples
- μισή μερίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικeine halbe Portion
- μερίδα του λέοντοςLöwenanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mHauptanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μερίδα τροφήςFutterrationθηλυκό | Femininum, weiblich f