Rand
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Ränder>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- άκρηFemininum, weiblich | θηλυκό fRandRand
- χείλοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nRand Tellerrand, GlasrandRand Tellerrand, Glasrand
- περιθώριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nRand in Heften in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigRand in Heften in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
examples
- am Rande bemerkt
- die Wirtschaft stand am Rande des Zusammenbruchsη οικονομία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής
- halt den Rand! umgangssprachlich | οικείοumgβούλωσέ το!