„παρεμπιπτόντως“: επίρρημα παρεμπιπτόντως [parempipˈtondos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beiläufig, übrigens beiläufig, übrigens παρεμπιπτόντως παρεμπιπτόντως