„rackern“: intransitives Verb rackernintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκοτώνομαι στη δουλειά σκοτώνομαι στη δουλειά rackern rackern