„Puschen“: Plural PuschenPlural | πληθυντικός pl norddeutsch | βορειογερμανική παραλλαγήnordd Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παντόφλες παντόφλεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Puschen Puschen