programmieren
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προγραμματίζωprogrammieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTprogrammieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT